- τραγιάσκα
- η, Νείδος καπέλου με γείσο, κασκέτο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ρουμ. φρ. trăiască Grecia «ζήτω η Ελλάδα», που φώναζαν Ρουμάνοι εκδρομείς στην Αθήνα επευφημώντας την ελληνική ομάδα σε ποδοσφαιρική συνάντηση και πετώντας τους σκούφους τους στον αέρα, η οποία παρερμηνεύθηκε και συνδέθηκε με το είδος αυτό τού σκούφου].
Dictionary of Greek. 2013.